χανμπαλίτες

χανμπαλίτες
οι, Ν
μουσουλμάνοι οπαδοί αίρεσης που ιδρύθηκε από τον Άραβα δικαστή Χάνμπαλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hanbalite, -es < hanbali «μουσουλμανική σχολή» (< αραβ. hanbalīy < Hanbal, όν. 'Αραβα δικαστή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”